καταδέσμοις

καταδέσμοις
κατάδεσμα
neut dat pl
κατάδεσμος
tie
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • обѧзати — ОБѦ|ЗАТИ 1 (13), ЖОУ, ЖЕТЬ гл. 1. Обвязать: и ѡбѧзавъше ѹжи въвлѣкоша па(к) раку внутрь на мѣ(с) е˫а. КР 1284, 272г; и заблужьшее възвращю. скрушеное обѧжю. изнемогшее ѹкрѣплю. (καταδήσω) ГБ XIV, 99а; повелѣ же ц(с)рь створити ковчегы •д҃•... и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κατάδεσμος — ο (Α κατάδεσμος) [καταδέω (Ι)] 1. γερό δέσιμο που δύσκολα λύνεται 2. μαγική πράξη που κατά τη λαϊκή παράδοση προξενεί εμπόδιο ή βλάβη σε κάποιον ή καταναγκασμό του («καταδέσμοις τοὺς θεοὺς πείθοντες», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”